-
1 τραγικαί
τραγικόςof: fem nom /voc pl -
2 θεώρησις
-
3 θεώρησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεώρησις
См. также в других словарях:
τραγικαί — τραγικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)